- ληθομέριμνος
- ληθομέριμνος, -ον (Α)αυτός που κάνει να λησμονιούνται οι μέριμνες, οι φροντίδες, οι έγνοιες («νὺξ ληθομέριμνος», Ορφ.Ύμν.).[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ληθ- τού λανθάνω (πρβλ. λήθη) + -μέριμνος (< μέριμνα), πρβλ. λεπτο-μέριμνος, φιλο-μέριμνος].
Dictionary of Greek. 2013.